- τυλώνω
- τύλωσα, τυλώθηκα, τυλωμένος1. γεμίζω εντατικά, παραγεμίζω: Την τύλωσε (ενν. την κοιλιά του).2. κάνω κάποιον έγκυο, γκαστρώνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τυλώνω — τυλώνω, τύλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τυλώνω — τυλῶ, όω, ΝΜΑ [τύλη/τύλος] νεοελλ. γεμίζω κάτι έως επάνω, υπερπληρώνω («τήν τύλωσε» [ενν. την κοιλιά] έφαγε μέχρι σκασμού) 2. μτφ. καθιστώ μια γυναίκα έγκυο, γκαστρώνω μσν. αρχ. καθιστώ κάτι τυλώδες, τό γεμίζω με τύλους, σκληρύνω («τυλοῑ τὸ στόμα … Dictionary of Greek
καργάρω — 1. γεμίζω κάτι ώς επάνω, παραγεμίζω, τυλώνω 2. τεχνολ. α) υπερφορτώνω β) σφίγγω δυνατά, τεντώνω, τεζάρω 3.ναυτ. τοποθετώ πλοίο πάνω στη ναυπηγική κλίνη για επιθεώρηση ή επισκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cargar] … Dictionary of Greek
τυλώ — όω, ΜΑ βλ. τυλώνω … Dictionary of Greek
τύλωμα — το, ΝΜΑ [τυλῶ, ώνω] το αποτέλεσμα τού τυλώνω, σκληρό εξόγκωμα τού δέρματος, συνήθως τών άκρων, τύλος νεοελλ. υπερπλήρωση, παραγέμισμα τής κοιλιάς με φαγητά αρχ. το πέλμα τού ποδιού … Dictionary of Greek
τύλωση — η / τύλωσις, υλώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια τού τυλώνω, η σκλήρυνση τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας, ανάπτυξη τύλων νεοελλ. 1. ιατρ. προχωρημένη μορφή βλεφαραδενίτιδας 2. στον πληθ. οι τυλώσεις βοτ. κυστοειδή σώματα που δημιουργούνται στο… … Dictionary of Greek
καργάρω — κάργαρα και καργάρισα, καργαρίστηκα, καργαρισμένος (λ. ενετ.) 1. γεμίζω κάτι έως επάνω, παραγεμίζω, τυλώνω: Μην καργάρεις τα ποτήρια. 2. σφίγγω κάτι δυνατά: Κάργαρέ το το σκοινί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)